εκατοστόμετρο

εκατοστόμετρο
centimètre

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • εκατοστόμετρο — το μονάδα μήκους τού απόλυτου συστήματος μονάδων C.G.S. η οποία ορίζεται ως το εκατοστό τού μέτρου …   Dictionary of Greek

  • εκατοστόμετρο — το μονάδα μήκους του Διεθνούς Συστήματος (SΙ), ίση με το ένα εκατοστό του μέτρου, το εκατοστό, ο πόντος (σύμβολο cm) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκατοστόμετρο ή εκατοστό — Μονάδα μήκους ίση με το ένα εκατοστό του μέτρου, γνωστή και με την κοινή ονομασία πόντος. Το διεθνές σύμβολό του είναι cm (centimetre). Είναι η βασική μονάδα μήκους στο σύστημα των φυσικών μονάδων CGS, στο οποίο οι τρεις θεμελιώδεις μονάδες είναι …   Dictionary of Greek

  • σαντίμετρο — και σαντιμέτρ, το, Ν (ξεν.) το εκατοστόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. centimetre «εκατοστόμετρο»] …   Dictionary of Greek

  • έργιο — Μονάδα έργου και ενέργειας στο σύστημα CGS, δηλαδή σε αυτό που δέχεται ως θεμελιώδη μηχανικά μεγέθη το μήκος που εκφράζεται σε εκατοστά, τη μάζα σε γραμμάρια και τον χρόνο σε δευτερόλεπτα. Έργο ίσο με 1 έ. είναι το έργο που παράγεται από τη… …   Dictionary of Greek

  • γναφόζη — η μεγάλη αράχνη, με μήκος σώματος περί το 1 εκατοστόμετρο, που ζει κάτω από πέτρες και βρύα …   Dictionary of Greek

  • γραμμάριο — Μονάδα μέτρησης μάζας στο σύστημα μονάδων CGS, το οποίο έχει ως θεμελιώδεις μονάδες το εκατοστόμετρο, το γ. και το δευτερόλεπτο. Το γ. ορίζεται ως το ένα χιλιοστό της μάζας του πρότυπου χιλιόγραμμου. Η μονάδα αυτή πρέπει να ονομάζεται ακριβέστερα …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • εκατοστός — ή, ό (AM ἑκατοστός, ή, όν) αυτός που αντιστοιχεί κατά σειρά και κατά τάξη στον αριθμό εκατό, αυτός που βρίσκεται μετά τον ενενηκοστό ένατο και πριν τον εκατοστό πρώτο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εκατοστό α) το εκατοστημόριο, κάθε ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μικρομονάδα — η (ηλεκτρον.) ηλεκτρονικό κύκλωμα με πολύ μικρές διαστάσεις τού οποίου ο συνολικός όγκος δεν υπερβαίνει το ένα κυβικό εκατοστόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ. πρβλ. γαλλ. micromodule] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”